- υποκορίζω
- Μβλ. υποκορίζομαι.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ὑποκορίζω — ὑποκορίζομαι call by endearing names pres subj act 1st sg ὑποκορίζομαι call by endearing names pres ind act 1st sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συνυποκορίζω — Μ καλώ κάτι με υποκοριστικό όνομα σύμφωνα με κάτι άλλο («τὰς ἀγκάλας ἀγκαλίδας εἰπὼν συνυποκορίζει αὐτὰς τῇ βραχύτητι τοῡ ἐγκοιμωμένου αὐταῑς βρεφυλλίου», Ευστ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + ὑποκορίζω, ομαι «χρησιμοποιώ υποκοριστικές λέξεις»] … Dictionary of Greek
υποκορίζομαι — ὑποκορίζομαι ΝΜΑ, και ενεργ. ὑποκορίζω Μ (στην μσν. και ενεργ.) χρησιμοποιώ υποκοριστικές λέξεις ή φράσεις νεοελλ. καλώ κάποιον με τον υποκοριστικό τύπο τού ονόματός του μσν. αρχ. μιλώ σαν μικρό παιδί, μιμούμαι την παιδική ομιλία («βάβιον και… … Dictionary of Greek
υποκοριζόντως — Μ επίρρ. με υποκορισμό. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὑποκορίζων, οντος (μτχ. τού ρ. ὑποκορίζω) + επιρρμ. κατάλ. ως] … Dictionary of Greek
ՓԱՂԱՔՇԵՄ — (եցի.) NBH 2 0927 Chronological Sequence: Unknown date, Early classical, 5c, 10c, 11c, 12c, 13c ն. չ. ՓԱՂԱՔՇԵՄ ՓԱՂԱՔՇԻՄ. ὐποκορίζω, ομαι subblandior, blandis verbis compello κολακεύω adulor, assentor. Փաղաքուշ լինել. (ʼի փաղ, եւ ʼի քշել, քսել,… … հայերեն բառարան (Armenian dictionary)